Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #8  
Παλιά 07-03-17, 20:14
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.
Κατ' αρχάς φαίνεται ως κεφαλή σαρικοφόρου Τούρκου, αναδύοντος μεγαλοπρεπώς από των κυμάτων, είτα ως ωραιότατος τεράστιος μύκης, θαλασσίου λειμώνος, είτα ως χύτρα χαλκή κατακόκκινος επί της πυράς, χύτρα παμμεγέθης Γκέκιδων γεωργών. Προς στιγμήν μετεμορφώθη εις πάγκαλον ανθοδοχείον, μέγα, φοινικικόν, και τέλος από μέσα από την ακατανόητον αυτήν σύγχυσιν του φωτός, σύγχυσιν εις πράγματα και σύγχυσιν εις σχήματα, αναθρώσκει ο ήλιος, ως νυμφίος από του παστού, ακτινοβολών, φωτίζων, ζωογονών, και λύνων το παν, όπερ ελούσθη πλέον, θαρρείς, περιεβλήθη το αιώνιον φωτεινόν ιμάτιόν του, ζη.

Άγριον, φοβερόν είνε το πέλαγος άνευ του ηλίου. Αι φωτοβόλοι του προσφιλούς άστρου ακτίνες παραμυθούσι, συντροφεύουν, λαλούν, αποδιώκουν την κρυεράν ερημίαν. Την νύκτα, με το πυκνό σκότος, άπασα η περικαλλής αύτη σκηνογραφία θα ήτο απαισία. Τα Ρημονήσια, δαίμονες σπεύδοντες να συμπλακώσι προς τον αρχηγόν του σκότους, τον φοβερόν Άθωνα. Τα κύματα, άγριοι οδόντες Αιθίοπος, απειλούντος φθοράν.

Και νυν οποία μεταμόρφωσις ηπιότητος, ειρήνης και μειδιάματος. Λάμπουν τα Ρημονήσια, χορός Ναϊάδων. Αι ράχεις των ακτινοβολούν από χαράν, με ρόδινον ή κυανούν πέπλον ημφιεσμέναι. Γελούν αι γυμναί κορυφαί των, γελούν και η γυαλιστεραίς ακρογιαλιαίς των, μ' ευωδιάζοντα - δεν το πιστεύετε; - λαλαρίδια, ποικιλοσχήμους και ποικιλοχρώμους χάλικας, όπου θα επεθύμει να κυλίεται κανείς ολόγυμνος, κολυμβών εις την χρυσήν την άμμον και εις τον καταπράσινον αιγιαλόν των.

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας:

βρε σεις, βρε,
βρε σεις, βρε,
χάρισμά σας
τον τζιβρέ….

Τα κύματα δεν φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκύν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται, κ' αίφνης αναγεννώνται.

Το ζείδωρον ηλιακόν φως συνησθάνθησαν και τα εν τω πυθμένι τέρατα κ' ιδού εξάγουσι τας βοώδεις κεφαλάς των, τα φοβερά κήτη, οι ογκώδεις, ως φουσκωμένοι ασκοί, φυσητήρες, ζωντανοί πίδακες, ανατινάσσοντες εις ύψος την θάλασσαν, πρωί-πρωί, ως να λούωνται μετά συριστικού κρότου του λάρυγγος και των χειλέων των με γαργαρώδεις ανακογχυλιασμούς, γέροντος Τρίτωνος. Νομίζεις ότι θελγόμενα υπό της λειότητος του πελάγους θέλουν να πηλαλήσουν, ίπποι θαλάσσιοι, κ' ένεκα του όγκου των βυθίζονται ασθμαίνοντα, άσθμα ύστατον, αποπνηκτικόν άσθμα, της τελευταίας αγωνίας τον γοερόν μυκηθμόν, ενώ μετά πόνου εξέχει η βόειος κεφαλή των, με δύο μεγάλα αγελάδος όμματα, μιαρώς υαλίζοντα, εν τη θαλασσινή ερημία. Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην.

Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

- Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν.

Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του:

- Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια!

Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης. Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση