Η ευχή των Χριστουγέννων
Ο Καπετάν Γιώργος
Δούλευε πιο πολύ απ’ όλους, πρόθυμος να κάνει και τις πιο βαριές δουλειές, δυσανάλογες με τα 75 του χρόνια, αλλά όλοι ήξεραν πόση ανάγκη είχε ο καπετάν Γιώργος αυτά τα λεφτά. Δραχμούλα δραχμούλα τα μάζευε και δεν στεκόταν ούτε για ένα ποτήρι ρακί στο καπηλειό, τι και αν τον καλούσαν τι και αν τον κερνούσαν.
Δύο ψυχούλες περίμεναν απ’ αυτόν τα πάντα, ο εγγονός του ο Γιωργάκης, που είχε πάρει και το όνομα του, έκανε τον παππού του τόσο χαρούμενο και περήφανο, αλλά η Ρηνειώ η εγγονούλα που είχε και το όνομα της μακαρίτισσας της γυναίκας του.
Έχασαν την Μανούλα τους νωρίς πάνω στην γέννα της Ρηνειώς, ειδοποίησαν για γιατρό αλλά μέχρι να φτάσει στο νησί ήταν αργά.
Ο άνδρας της, ο πατέρας των παιδιών, έμεινε απαρηγόρητος, η είδηση τον βρήκε στα καράβια, γύρισε άρον άρον. Δύο άντρες που κάνουν ζάφτι δύο παιδάκια και το ένα να είναι βρέφος. Ο Παππούς ανέλαβε την ευθύνη, ο πατέρας έπρεπε να γυρίσει στην δουλειά του, να στέλνει τα προς το ζην.
Έτσι ο Παππούς ανέλαβε ολοκληρωτικά το μεγάλωμα των παιδιών και να τα τώρα, 12 χρονών ο Γιωργάκης και 10 η Ρηνειώ, να τα καμαρώνει ο Παππούς.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά μαύρα μαντάτα ήρθαν να ρημάξουν την ζωή του Παππού, ο μοναχογιός του, ο πατέρας των εγγονιών του, ήταν ένας από τους αγνοούμενους του πλοίου που βυθίστηκε στον Ινδικό.
Μόνος με μια ψωροσύνταξη τι να πρωτοκάνεις; Έτσι έγινε χαμάλης στο λιμάνι, να συμπληρώσει το εισόδημα μην λείψει τίποτα στα παιδιά.
Έρχονται Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγεννα με τον γιο του αγνοούμενο, έτρεχε όλη μέρα στο λιμάνι και στην χώρα, όποια δουλειά και αν υπήρχε. Τον αγάπαγαν τον Καπετάν Γιώργο όλοι, κακό λόγο δεν είχε κανείς να πει, ήξεραν τον αγώνα που έκανε και όσο μπορούσαν του έδιναν δουλειές.
Κανόνιζε ο ΚαπετάνΓιώργος να πάει στην χώρα να πάρει νέα παπουτσάκια στα παιδιά και αν περισσέψει και κανένα ρουχαλάκι, δεν ήθελε να νοιώσουν φέτος άσχημα, θα τους έλεγε ότι ο Πατέρας τους τα στέλνει γιατί είχε πιάσει όλο το νησί και τους είχε μαντατέψει μην πουν τίποτα στα παιδιά.
Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων, την άλλη μέρα τα παιδιά φορώντας τα νέα τους παπουτσάκια θα έβγαιναν μαζί με τους φίλους τους για τα κάλαντα.
Όλα έγιναν καλά, τα παιδιά χαρούμενα αλώνισαν όλο το νησί και είπαν παντού τα κάλαντα και έφεραν πίσω κουραμπιέδες μελομακάρονα δίπλες όλα τα καλά από τις νοικοκυρές που τα φίλεψαν.
Καθόντουσαν γύρω από την ξυλόσομπα με το φως να πλημμυρίζει και να ζεσταίνει το δωμάτιο, Ήταν αργά ο Παππούς είπε εκείνη την ημέρα πολλά παραμύθια στα παιδιά του, τους μίλησε για τους καλικατζαραίους, για τα έθιμα, ιστορίες παλιές.
Τα παιδιά άκουγαν σαν σφουγγαράκια ξερά που ρουφάνε άπληστα το νερό, με το μυαλό τους ζωγράφιζαν τις εικόνες που τους μετέφερε ο Παππούς.
Τώρα όμως είναι ώρα να πάτε να κοιμηθείτε, πρέπει να ξυπνήσουμε στις 5 για να πάμε στην εκκλησία.
Όχι Παππού πες μας κι άλλη ιστορία
Και χατίρι δεν ήθελε να χαλάσει ο Παππούς και ξεκίναγε πάλι μια νέα ιστορία.
Τα μάτια του έκλειναν όμως από την κούραση της ημέρας μέχρι που έμπλεκε τα λόγια του και έκανε τα εγγόνια του να γελάνε, τέλος με ιδιαίτερη δόση αυστηρότητας τους είπε άντε άντε καιρός για ύπνο.
Η Ρηνειώ όμως τον σταμάτησε και του λέει, η δασκάλα μας η κυρά Βασιλική μας λέει ότι πριν κοιμηθούμε την παραμονή των Χριστουγέννων να κάνουμε μια ευχή μέσα μας, ελάτε να την κάνουμε όλοι.
Αφού της έκαναν το χατήρι πήγαν να σηκωθούν, μα ακούνε βήματα έξω και φωνές χαρούμενες, Καπετάν Γιώργη τάξε μας, Καπετάν Γιώργηηηηηηηηηηηη
Το καλό μαντάτο είχε φτάσει, με πολλές περιπέτειες ένα Ταυλανδέζικο ψαράδικο περισυνέλεξε τον Γιό του Καπετάν Γιώργη αλλά άργησε 5 βδομαδες να πιάσει λιμάνι και μετά είχε ταλαιπωρίες με χαρτιά και έμεινε 4 μηνες και φυλακή μέχρι να βρει το δίκιο του.
Την άλλη μέρα ένα καΐκι έφερε τον Γιο στο νησί και εκείνα τα Χριστούγεννα ολόκαιρο το νησί γιόρτασε όσο ποτέ άλλοτε.
--
Την ιστοριούλα αυτή την έγραψα Τρίτη Γυμνασίου, σαν εργασία στις διακοπές των Χριστουγέννων. Την βρήκα τυχαία σήμερα σε κάτι γραπτά μου και είπα να κάτσω να σας την γράψω. Φυσικά είναι χαζούλα και πολύ επηρεασμένη από τον Καρκαβίτσα και τον Παπαδιαμάντη που διάβαζα έντονα εκείνον τον καιρό :-)
Σ.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
|