Αίσθηση
Το λιοντάρι της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ βρυχάται και ο πισινός μου επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με την καρέκλα του σκηνοθέτη, με αίτημα την πιο αναπαυτική επαφή. Δεν έχει βραδιάσει ακόμη καλά. Δεν αντέχω να μη ρίξω κλεφτές ματιές απέναντι, στην πολυκατοικία με τα απλωμένα ρούχα στα πίσω μπαλκόνια. Ρούχα που φαίνονται βρώμικα κι ας πλύθηκαν μόλις. Οι μπουγάδες του άστεως δε μπορούν να συναγωνιστούν εκείνες τις πάλλευκες των χωριών, απλωμένες σε φαρδιές ταράτσες κάτω από το ντάλα μεσημέρι, που φέρουν τη σφραγίδα γυναικών που έμειναν ή ξέμειναν εκεί αλλά παραμένουν ευτυχείς.
Μπροστά από την τεράστια πάνινη οθόνη, περνούν μικρές νυχτερίδες. Ωραία. Πάντα μου άρεσαν τα νυκτόβια όντα. Κοιτάζω για μια ακόμη φορά τα αναρριχώμενα στους πλαϊνούς τοίχους, έτσι για να επιβεβαιώσω ότι η συνταγή για τη μαγεία είναι κι απόψε πλήρης. Οι θεατές ξένοιαστοι, με τα τσιγάρα και τα αναψυκτικά στο χέρι, χαζεύουν από δω κι από κει, χωρίς αυτό το βλέμμα της ανάγκης για εξαγωγή συμπερασμάτων, χωρίς κριτική διάθεση ή άγχος. Όλοι εμείς, έχουμε κάτι κοινό. Θα παρακολουθήσουμε το ίδιο έργο και θα μπούμε στον ίδιο κόσμο για μιάμιση ώρα, κι ας βγούμε απ’ αυτόν από διαφορετικές πόρτες.
Αυτή η βουβή επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους στον κινηματογράφο, με γέμιζε ανέκαθεν με μια κρυφή χαρά. Προφανώς, επειδή ένιωθα πως έβρισκα ομοϊδεάτες, αβίαστα και αδιαπραγμάτευτα. Μια αδέσποτη γάτα πατάει απαλά πάνω στο χαλίκι και κοιτάζει με το γνώριμο αμυντικό ύφος των αιλουροειδών. Κάποιοι την παίρνουν χαμπάρι και της ρίχνουν μια ματιά. Ύστερα, προσηλώνονται στην οθόνη που παίζει τους τίτλους αρχής.
Απ’ έξω, οι θόρυβοι της συνοικίας έχουν το δικό τους ρυθμό κι εγώ δεν καταφέρνω να επιβάλω στον εαυτό μου να μην εικάσει από πού ακριβώς προέρχονται. «Όποιος δεν πηγαίνει θερινό σινεμά, δεν ξέρει τι χάνει», σκέφτομαι και αφήνω την πλάτη μου πίσω στην καρέκλα, με μια αίσθηση ευδαιμονίας και ανωτερότητας. Το έργο ξεκινάει. Σκανάρω για μια τελευταία φορά το χώρο και αφού σιγουρεύομαι πως όλα είναι έτοιμα να υποδεχθούν το θαυμαστό κόσμο του σελιλόιντ, αφήνομαι. Κόρνες αυτοκινήτων, μυρωδιά ποπ-κορν, τζιτζίκια, γαυγίσματα και γέλια, κι εκείνοι, εκεί∙ θεσπέσιοι και μυθικοί. Στα κοντινά καρέ μου κόβεται η ανάσα από την τόση γοητεία, οι διάλογοι με πάνε αλλού, στιγμές-στιγμές κινδυνεύω να «φύγω» από την υπόθεση.
Πόσο όμορφη είναι η βραδιά. Έχει σκοτεινιάσει αρκετά. Να, φαίνονται κιόλας μερικά αστέρια. Νιώθω πως συμμετέχω -ως μυημένη- σε μια ιεροτελεστία. Στο τέλος της, θα έχω πάρει αρκετή δύναμη για να συνεχίσω την επόμενη μέρα. Σκέπτομαι τις βραδιές στα νησιά και στις εξοχές κι ότι, φέτος, ενδεχομένως να μην τα επισκεφθώ. Όμως, όπως και να ’χει, το λατρεμένο μου σινεμά θα καταφέρει ν’ αφήσει μια ανάσα πάνω μου μες στο φετινό καλοκαίρι που, κατά τα άλλα, περνά ανεπαισθήτως.
.
|